- ἐρύθημα
- ἐρύθημαrednessneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερύθημα — Κοκκίνισμα του δέρματος από τη διαστολή των αγγείων. Πολλές φορές εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως μόλις εμφανιστεί (π.χ. από συναίσθημα ντροπής ή οργής). Περισσότερο διαρκεί το φλεγμονώδες ε., που προκαλείται από χημικές ουσίες ή από φυσικούς… … Dictionary of Greek
ἐρυθημάτων — ἐρύθημα redness neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήμασι — ἐρύθημα redness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήμασιν — ἐρύθημα redness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήματα — ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήματι — ἐρύθημα redness neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήματος — ἐρύθημα redness neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθηματώδης — ες αυτός που μοιάζει με ερύθημα, που παρουσιάζει συμπτώματα όμοια με ερύθημα («ἐρυθηματώδης λύκος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερύθημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάννη Ορλάνδο] … Dictionary of Greek
ἐρυθήματ' — ἐρυθήματα , ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc pl ἐρυθήματι , ἐρύθημα redness neut dat sg ἐρυθήματε , ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθηματικός — ή, ό [ερύθημα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ερύθημα … Dictionary of Greek